OTA VOICE
Πολιτιστικά

Ο Γιάννης Βαρβαρέσος στο OTAVOICE

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣΤΗ ΛΙΑΤΣΕΚΟΥΡΑ, ART MANAGER – MA IN ARTS & CULTURE MANAGEMENT, Γ.Γ. ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΜΟΥΣΙΚΗΣ, ΘΕΑΤΡΟΥ & ΧΟΡΟΥ

«ΦΟΥΑΓΙΕ»

Μια παράσταση γεμάτη μουσική

Θέατρο «Τζένη Καρέζη»

Του Νίκου Μ. Δημητρόπουλου

Σκηνοθεσία: Νάντια Παπαηλιοπούλου

 

Ο Γιάννης Βαρβαρέσος σπάει τα κοντέρ σε μια παράσταση γεμάτη συγκίνηση, αγωνίες, προσδοκίες, ματαιώσεις και μουσική, μουσική, μουσική. Η ζωή ξετυλίγεται με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, ακροβατώντας όμορφα μεταξύ μουσικής και πρόζας – αδράξτε τη μέρα, η ζωή δεν περιμένει…

Διαβάστε την συνέντευξη στο OTAVOICE.

Έχετε ένα πλούσιο βιογραφικό. Πώς συνδυάζονται οι θετικές επιστήμες με την τέχνη και την υποκριτική;

Η αλήθεια είναι πως υπάρχει μια υποκείμενη άποψη σύμφωνα με την οποία έχουμε να κάνουμε με δύο εντελώς διακριτά και εν πολλοίς αντίθετα πεδία όταν μιλάμε για  θετικές επιστήμες και καλλιτεχνικές πρακτικές όπως για παράδειγμα η  υποκριτική, η μουσική, η ζωγραφική, κτλ. Ωστόσο αν δει κανείς περισσότερο προσεκτικά τους χώρους αυτούς, θα βρει πολλά κοινά αλλά και αλληλοσυμπληρούμενα στοιχεία. Ένα από αυτά, που μ’ αρέσει να το σκέφτομαι κάθε φορά ίσως γιατί με βοηθά, είναι η έννοια της ‘πρόβας’ για την παραγωγή ενός καλλιτεχνικού έργου, όπως είναι ας πούμε μια παράσταση.

Στην ελληνική γλώσσα, πολλές φορές, αντί για τη λέξη «πρόβα» χρησιμοποιείται η λέξη «δοκιμή» ή «απόπειρα», λέξεις που βρίσκω πολύ πιο ενδιαφέρουσες σε σχέση με την λέξη «πρόβα». Ο λόγος είναι γιατί, κατά την πειραματική διαδικασία σε ένα εργαστήριο βιολογίας για παράδειγμα και όχι μόνο, αυτό που γίνεται είναι η εφαρμογή δοκιμών (δοκιμαστικών διαδικασιών) οι οποίες γίνονται αφού τεθούν σαφείς παράμετροι, ώστε να παραχθούν συγκεκριμένα (προσδοκώμενα) αποτελέσματα. Αφού λοιπόν αναλυθούν τα αποτελέσματα που θα προκύψουν, επαναδιατυπώνονται οι παράμετροι και εφαρμόζονται καινούργιες δοκιμές, για την επίτευξη του στόχου. Τέλος, εφόσον επιτευχθεί ο στόχος, τα αποτελέσματα εγγράφονται και παρουσιάζονται στο επιστημονικό κοινό μέσω papers, διαλέξεων, βιβλίων, κλπ. Ακριβώς το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε ότι γίνεται και για την δημιουργία μιας παράστασης. Όλοι οι συντελεστές θέτουν παραμέτρους και κάθε δοκιμή, φέρνει ορισμένα αποτελέσματα.

Αυτά επαναδιαπραγματεύονται και έτσι συνεχίζονται οι δοκιμές, μέχρι την παραγωγή ενός έργου, που απώτερος στόχος είναι η όσο το δυνατόν πετυχημένη αφήγηση μιας ιστορίας στο κοινό.

Πώς αποφασίσατε να ερμηνεύσετε τον συγκεκριμένο ρόλο;

Βασικό μου μέλημα ήταν να βρω τους συνδετικούς ιστούς του συγκεκριμένου χαρακτήρα πρώτα με την δική μου προσωπικότητα. Με την καθοδήγηση της Νάντιας (της σκηνοθέτη) και αφού συζητήσαμε για τα ζητήματα, τις προκλήσεις, τους φόβους και τις αμφιβολίες που βιώνει ο χαρακτήρας, βρήκα εκείνα τα κομμάτια του εαυτού μου με τα οποία ταυτίζονται τα στοιχεία του ήρωα. Βρήκα δηλαδή την ανάγκη του για αποδοχή και επιβεβαίωση, για αγάπη, για επικοινωνία και σχέση. Αυτά είναι χαρακτηριστικά του ‘Βασίλη’. Αυτά, όμως, ενυπάρχουν μέσα μου σε έντονο βαθμό όπως είμαι βέβαιος πως υπάρχουν στους περισσότερους από εμάς. Έτσι, προσπάθησα αυτά τα κομμάτια, να τα εξειδικεύσω κατά κάποιο τρόπο, ώστε να γίνουν κυρίαρχα στην προσωπικότητα του Βασίλη. Με τις δοκιμές λοιπόν αλλά και με μια απίστευτη δόση χιούμορ που έχει η παρέα μας με τη Νάντια και τον Μίλτο, μπορέσαμε να φτιάξουμε μια παράσταση που όσο γίνεται πιο απλά και ειλικρινά προσπαθούμε να αφηγηθούμε την ιστορία αυτού του ανθρώπου, που όπως είπα θα μπορούσε να είναι κάποιος ή κάποια από εμάς.

Ποια στοιχεία του ρόλου τον καθιστούν πρόκληση;

Θα αποφύγω να γράψω χαρακτηριστικά που άπτονται της επιστήμης της ψυχολογίας την οποία δεν κατέχω. Θα μπορούσα όμως να πω, πως οι απότομες διακυμάνσεις των συναισθημάτων του, η υπέρμετρη εμμονή για έλεγχο, αλλά και το άγχος για πράγματα πάνω στα οποία δεν έχει καμία επιρροή, είναι στοιχεία που καθιστούν τον χαρακτήρα του μια καθαρή πρόκληση για να τον προσεγγίσει κάποιος. Το γεγονός βέβαια ότι ο ‘Βασίλης’ είναι ένας άνθρωπος, με μια καθημερινότητα που προσομοιάζει στη δική μας, τον κάνει δύσκολο να παρασταθεί επί σκηνής, γιατί κινδυνεύει να φανεί αδιάφορος ως χαρακτήρας ή υπερβολικός αν δεν προσεχτεί ιδιαιτέρως από τον ηθοποιό που τον υποδύεται .

Ποια είναι η σχέση σας με τον «Βασίλη»;

Από την πρώτη στιγμή που διάβασα το έργο του εξαιρετικού Νίκου Μ. Δημητρόπουλου, ταυτίστηκα με πολλά πράγματα που λέει ο ήρωάς του. Είναι πράγματα που έχω πει και λέω ακόμα και τώρα σε φίλους και γνωστούς. Ένιωσα ότι ήταν σαν να είχε πάρει ο Νίκος μια πτυχή του εαυτού μου και την είχε κάνει χαρακτήρα, χωρίς να με γνωρίζει από πριν. Έτσι κατέληξα να συμπάσχω μαζί του, πριν ακόμα ξεκινήσω να δοκιμάζω να τον υποδύομαι. Τον αγαπώ και ελπίζω να με αγαπήσει κι αυτός με τη σειρά του.

Ποιο είναι το βασικό στοιχείο της σκηνοθεσίας που χαρακτηρίζει την παράσταση;

Η Νάντια έδωσε σε μένα και στον Μίλτο μια απίστευτη ασφάλεια προκειμένου να δοκιμάσουμε να αφηγηθούμε την ιστορία με αγάπη προς τους χαρακτήρες και χωρίς επιτήδευση. Το χιούμορ και κυρίως η έλλειψη σοβαροφάνειας, υπήρχαν σε όλες τις πρόβες, και αυτό δημιουργούσε πάντα ένα κλίμα χαράς. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να φωτίσει ένα από τα πιο βασικά γεγονότα της ιστορίας που αφηγούμαστε. Ότι δηλαδή πρόκειται για δύο χαρακτήρες με φόβους, ανασφάλειες, αμφιβολίες αλλά και αμοιβαίο σαρκασμό του ενός απέναντι στον άλλον και ανάγκη για επικοινωνία. Η Νάντια αγάπησε τους χαρακτήρες, αλλά αγάπησε και εμάς. Αυτό νομίζω πως είναι το πιο βασικό στοιχείο της σκηνοθεσίας της.

Παράγει, κατά τη γνώμη σας, σήμερα η Ελλάδα πολιτισμό;

Θα πρέπει να ορίσουμε τι εννοούμε «πολιτισμό», επειδή η δική μου ερμηνεία μπορεί να διαφέρει από άλλες. Ο Πολιτισμός ορίζεται, για παράδειγμα, μέσα από τις παραστατικές και τις επιτελεστικές τέχνες, τους ερμηνευτές αυτών των τεχνών, όπως είναι οι ηθοποιοί, οι μουσικοί, οι χορευτές, οι performers, κτλ., μέχρι τους συγγραφείς λογοτεχνικών και μη έργων, από τους εικαστικούς μέχρι του μουσικοσυνθέτες, από τους παραγωγούς θεατρικών έργων και τους επιμελητές των μουσείων μέχρι τους καλλιτέχνες-ερευνητές ακαδημαϊκού επιπέδου και από άλλους ανθρώπους που ασχολούνται με την Τέχνη.

Έτσι, αν δεν σκεφτούμε τον Πολιτισμό σαν μια γενική ιδέα, που απλά λέμε ένα «ναι, υπάρχει πολιτισμός στην Ελλάδα» ή «όχι», αλλά ως συνάθροιση όλων αυτών των τομέων και των ανθρώπων που τους εκφράζουν, θεωρώ πως υπάρχει μεγάλη πρόοδος. Υπάρχουν άνθρωποι που εργάζονται σε αυτούς τους τομείς με εκπληκτικές σπουδές και απίστευτη τάση προς εξέλιξη. Αυτό που μοιάζει, στα δικά μου μάτια, να μην υπάρχει και άρα να μην φαίνεται αυτή η πρόοδος στο μέτρο που θα μπορούσε να φανεί, είναι ο Χώρος και ο Χρόνος που (δεν) δίνεται.

Μοιάζει σα να υπάρχουν ευκαιρίες προκειμένου να δείξει κάποιος τη δουλειά του, αλλά όσοι ασχολούμαστε πρακτικά με τα επαγγέλματα που άπτονται του πεδίου του Πολιτισμού, δεν βιώνουμε κάτι παρόμοιο: βιώνουμε περισσότερο την ύπαρξη αναχωμάτων και εμποδίων όταν πρόκειται να δείξει κανείς τη δουλειά του ή να προτείνει καινούργια πράγματα που θα συμβάλουν στο να εξελιχθεί ο ίδιος αλλά ίσως και η τέχνη την οποία υπηρετεί. Είναι μεγάλη συζήτηση όμως,  και γι’ αυτό  επιστρέφω στην πρώτη ερώτηση. Πιστεύω λοιπόν πως υπάρχει μεγάλη πρόοδος στον Πολιτισμό και στους τομείς του στην Ελλάδα, που όμως βρίσκεται ακόμα σε πολλές περιπτώσεις συμπιεσμένος και εγκλωβισμένος κάτω από το Γη, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία, μια ρωγμή στο έδαφος, ώστε να ανθίσει και να καρποφορήσει.

 

 

Σχετικά Άρθρα

Ιάκωβος Καμπανέλλης: Αφιέρωμα στον σημαντικό θεατρικό συγγραφέα

otavoice

Ζωρζ Σαρή: 100 χρόνια από τη γέννησή της

otavoice

“Black Pearl”-Το νέο βιβλίο του Θεοχάρη Μπικηρόπουλου

otavoice

Η Λήδα Χατζηδημητρίου από την «Αγριόπαπια», αποκλειστικά στο OTAVOICE.

otavoice

Εκδήλωση στη Θεσσαλονίκη: WOKE – H καθολική αποδόμηση: έθνος-φύλο-φυλή

otavoice

Ο Μιχαήλ Άγγελος Δρόσος, από την «Αγριόπαπια» αποκλειστικά στο OTAVOICE

otavoice