Άρθρο του Γιάννη Γκουντιού
Τώρα που ξεκίνησε η διανομή πετρελαίου θέρμανσης σε τιμή μάλιστα 15% ακριβότερη από την περσινή γίνεται πολύς λόγος για τις επιπτώσεις του ψύχους και του χιονιά στην καθημερινότητα των ανθρώπων.
Ακόμα και τα πιο απλά θέματα όπως η μετακίνησή εντός του αστικού ιστού έως και τα πιο δύσκολα όπως η οικονομική επίπτωση που έχει η αντιμετώπιση του χειμώνα. Το θέμα αφορά στην επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού.
Αν όμως κάποιος δει το θέμα στη μεγάλη του εικόνα και σε ορίζοντα ετών, τότε συνειδητοποιεί ότι αυτό που ζουν οι άνθρωποι της Αθήνας και τις νοτίου Ελλάδας για λίγες εβδομάδες και σε ήπια μορφή κάθε έτος, το ζούνε οι κάτοικοι της βόρειας Ελλάδας για ολόκληρους μήνες (από πέντε έως οκτώ) σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες. Έτσι προσαρμόστηκαν στα δύσκολα ώστε να προϋπολογίζουν κάθε χρόνο ένα σεβαστό ποσό του οικογενειακού τους εισοδήματος για τις προκύπτουσες ανάγκες τους.
Έξοδα θέρμανσης, χειμωνιάτικα ελαστικά, βαριά ρούχα, επίθεση σε κοντινά δάση για ξύλευση (φαινόμενο που γιγαντώθηκε στα χρόνια του μνημονίου) και τόσα άλλα που στο νότο ούτε που μπορούν να τα φανταστούν ή αντιμετωπίζουν μια χιονόπτωση ως αλλαγή εικόνων και εφήμερων προβλημάτων που συνήθως διογκώνονται από τα ΜΜΕ για να ανατροφοδοτούνται με περισσότερο άγχος οι νότιοι και να γελούν οι βόρειοι.
Επίσης οι Δήμοι και οι Περιφέρειες πρέπει να προϋπολογίζουν μεγάλα ποσά για την άμεση διάνοιξη των οδικών δικτύων σε περιοχές που αποκλείονται από τα χιόνια, να διατηρούν στόλο ειδικών οχημάτων, να διαθέτουν το ανάλογο προσωπικό, να ελέγχουν τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και τηλεπικοινωνιών για βλάβες, να αποκαθιστούν ζημιές τους καλοκαιρινούς μήνες που προκλήθηκαν από τις καιρικές συνθήκες του χειμώνα κλπ.
Εδώ όμως υπάρχει ένα σοβαρό πολιτικό ζήτημα το οποίο άπτεται της συνταγματικής επιταγής περί ισότητας των πολιτών ανάλογο (όχι όμως ίδιο) της απομόνωσης των νησιών και των προβλημάτων που ανακύπτουν από αυτή την αντικειμενική δυσκολία. Το γεγονός ότι σε πολλές περιοχές της βόρειας χώρας απαιτούνται από 2000€ έως και 6000€ το χρόνο για θέρμανση, αποτελεί σαφή και σταθερή, σε ετήσια βάση, μεταφορά πλούτου από το βορρά στο νότο. Και αυτό γιατί οι φόροι που επιβαρύνουν το πετρέλαιο είναι τόσο υπερβολικοί και παράλογοι ώστε γίνεται οφθαλμοφανές ότι το κράτος εισπράττει με μεγάλη δυσαναλογία από τους πολίτες του που κατοικούν στο βορρά πολύ περισσότερα από τους υπόλοιπους. Επίσης καθίσταται δύσκολη η θέση των επιχειρήσεων της βόρειας Ελλάδας στο να είναι ανταγωνιστικές, λόγω του σημαντικού κόστους καυσίμων θέρμανσης.
Το επίδομα θέρμανσης που επινοήθηκε τα τελευταία χρόνια δεν αφορά στην εξισορρόπηση της ανισότητας που έτσι θα έπρεπε να γίνει σε ένα κράτος δικαίου, αλλά στην προσπάθεια του υπουργείου οικονομικών να περιορίσει την φοροδιαφυγή στα καύσιμα. Ακόμα και αυτό όμως, κάθε χρόνο το πετσοκόβει και το περιορίζει σε όλο και λιγότερους. Αν συνυπολογίσει κανείς και τον συνεχώς αυξανόμενο υδροκεφαλισμό, όπου περισσότερο από το 60% του ΑΕΠ της χώρας παράγεται στην Αττική (με αυξητική τάση), γίνεται ακόμα πιο σαφής η ανισότητα.
Τι πρέπει να γίνει;
Σε καμία περίπτωση δεν είναι θέμα αντιπαράθεσης βορρά – νότου όπως δεν αποτελεί δίπολο αντιδικίας η νησιωτική με την ηπειρωτική Ελλάδα. Μπορεί κάλλιστα και εύκολα να υπάρξει πολιτική παρέμβαση ώστε να προσδιορίζεται το ενεργειακό φορτίο βάσης που απαιτείται σε κάθε περιοχή και υπό τις συγκεκριμένες επικρατούσες καιρικές συνθήκες και να βρεθεί εκείνο το μοντέλο επιδότησης που να διασφαλίζει την ισότητα των πολιτών ανεξάρτητα από το πού κατοικούν και χωρίς δημοσιονομικό αντίκτυπο.
Επίσης θα πρέπει να υπάρχει ειδική διοικητική και οικονομική αρωγή προς τους ΟΤΑ προκειμένου να αντιμετωπίζουν τα αναπόφευκτα πολλαπλά και σκληρά καιρικά φαινόμενα γρήγορα και αποτελεσματικά. Παράλληλα υπάρχει ορθολογισμός της φορολογικής πολιτικής στην ενέργεια με παράλληλο έλεγχο της παράνομης διακίνησης καυσίμων. Η πολιτική αυτή αποτελεί κίνητρο για να μείνουν οι άνθρωποι στον τόπο τους και κυρίως στα χωριά τους και τον χειμώνα.
Ο τρόπος υπάρχει και εφαρμόζεται σε άλλες χώρες. Η βούληση αναζητείται. Έτσι εξαλείφεται σε μεγάλο βαθμό η αδικία. Αντιμετωπίζεται επίσης στο μέρος που του αναλογεί το φαινόμενο της συσσώρευσης του ΑΕΠ στην Αττική και αποκαθίσταται το αίσθημα δικαίου στον πολίτη που βλέπει ότι έως και το 30% (ίσως και περισσότερο) του ετήσιου εισοδήματός του διατίθεται για τη θέρμανση. Έτσι τεράστια ποσά κάθε χρόνο φεύγουν από τις τοπικές κοινωνίες του βορρά, ενώ αντίστοιχα ποσά διατίθενται σε άλλες λειτουργίες στις περιοχές του νότου επιτείνοντας την ανισότητα. Παράλληλα λύνεται σε κάποιο βαθμό και το πρόβλημα της ετήσιας δασοκτονίας.
Καινοτόμες μεταρρυθμίσεις ακούμε αλλά δεν τις βλέπουμε.