Άρθρο του Δημήτρη Τόλια
Τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας εντείνεται η μείωση του ενδιαφέροντος για την πολιτική. Η αποπολιτικοποίηση των νέων στην Ελλάδα δεν είναι φυσικά ελληνικό φαινόμενο, αλλά είναι μέρος μια παγκόσμιας τάσης που έχει παρατηρηθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Ας προσπαθήσουμε συνεπώς να διερευνήσουμε τα αίτια και τα γεγονότα που οδηγούν σε αυτόν τον σκοταδισμό. Ας αναρωτηθούμε ποιες συνθήκες μετέτρεψαν στα μάτια των νέων την πολιτική σε χόμπι των «παππούδων». Ας ανακαλύψουμε ποιος έσβησε τα φώτα στην πολιτική;
Το ευκολότερο θα ήταν να εκκινήσουμε έναν μονοαιτιακό αναγωγισμό στη διαφθορά που θα άγγιζε την πολιτική ελίτ της χώρας μέχρι και τις μεγάλες εταιρείες συμφερόντων που δρουν στα Βαλκάνια. Πράγματι, η πολιτική διαφθορά στην χώρα μας ζει και βασιλεύει ενώ παράλληλα, εφοπλιστές και μεγαλοεπιχειρηματίες αναπτύσσουν διαπλεκόμενες σχέσεις εντός του κρατικού μηχανισμού. Αυτό όμως είναι γνωστό από τη σύσταση κιόλας του ελληνικού κράτους. Οι Έλληνες ακούν ψέματα και απογοητεύονται από τους πολιτικούς εδώ και δύο αιώνες, ενώ το πρόβλημα της μαζικής αποπολιτικοποίησης οξύνεται τις τρείς τελευταίες δεκαετίες. Οφείλουμε επομένως να μεταβούμε στην αρχή του προβλήματος.
Το πρόβλημα εντοπίζεται από το 1990 και έπειτα. Οι νέοι του 1990 ήταν εκείνοι που γεννήθηκαν μετά το 1975. Ένα αίτιο του προβλήματος όπως αντιλαμβανόμαστε θα μπορούσε να είναι η «αίσθηση του δεδομένου». Οι γεννηθέντες από το 1975 και μετά δεν έζησαν το λεγόμενο «Έλλειμα δημοκρατίας» , αλλά αντίθετα έζησαν σε μια εποχή αυξανόμενης ανάπτυξης των δημοκρατικών θεσμών στο ελληνικό κράτος. Μέχρι το 2000 τα φαντάσματα του παρακράτους, της λογοκρισίας, των εξορισμών και της ανελευθερίας κοινωνικών φρονημάτων είχαν εκλείψει. Η δημοκρατία για αυτές τις νέες γενιές αποτέλεσε δεδομένο. Οι νέοι αυτοί πολίτες βρήκαν στρωμένο τον δρόμο της ελευθερίας και τον θεώρησαν αυτόφωτο.
Μια δεκαετία νωρίτερα, το τέλος του ψυχρού πολέμου προκάλεσε ριζοσπαστικές μεταστροφές στον χώρο της πολιτικής ιδεολογίας. Πολλοί λόγιοι της εποχής έσπευσαν, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την πτώση του «υπαρχθέντος σοσιαλισμού» κατά την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα, να διακηρύξουν το «τέλος των ιδεολογιών». Ουσιαστικά αυτή η φράση υπαινισσόταν πως η κατάρρευση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας ενός εκ των δύο μεταπολεμικών ιδεολογικών πυλώνων θα εγκαινίαζε έναν κόσμο πλήρως ευθυγραμμισμένο με τις αρχές του φιλελευθερισμού και του καπιταλισμού. Αυτό θα ήταν και το τέλος των ιδεολογιών.
Ο ψυχρός πόλεμος ωστόσο έβαλε στο παιχνίδι έναν ακόμη παράγοντα. Το αίσθημα της καχυποψίας. Αμερικάνοι και σοβιετικοί κατόρθωσαν να διαδραματίσουν έναν πόλεμο εκ των έσω. Ουάσιγκτον και Μόσχα συγκρούστηκαν μέσα στις ψυχές των ανθρώπων. Ο επικοινωνιακός πόλεμος, ο τρόμος για μια νέα πυρηνική επίθεση και ο φόβος για την ύπαρξη συνομωσιών εκατέρωθεν δημιούργησε μια καχυποψία απέναντι στην πολιτική σκηνή και στα συμφέροντα αυτής. Φυσικά, οι παρενέργειες εκδηλώθηκαν όταν ο κίνδυνος είχε πιά περάσει. Θυμάστε όλοι την 11η Σεπτεμβρίου του 2001. Δέκα χρόνια μετά τη λήξη του ψυχρού πολέμου οι θεωρίες συνομωσίας για τα πρόσωπα του πραγματικού κυβερνητικού ελέγχου και των συμφερόντων άρχισαν να αναδύονται. Αυτή η καχυποψία που βγήκε σαν αφρός στην επιφάνεια μεταφράστηκε σε δυσαρέσκεια για την πολιτική σκηνή. Οι άνθρωποι θεωρήσαν ότι η πολιτική είναι ένας τομέας που πλέον δεν μπορούν φτάσουν και να ελέγξουν με αποτέλεσμα να της γυρίσουν την πλάτη θεωρώντας δεδομένη την ελευθερία τους.
Πλέον για τους ανθρώπους της γενιάς μου στην Ελλάδα, η ελευθερία θεωρείται ώς ένα δεδομένο της καθημερινότητας μας που πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει. Αυτή η γενιά που δεν έχει γνωρίσει την αίσθηση του να φοβάσαι να πεις την γνώμη σου, του να κάνεις μάθημα στο πανεπιστήμιο έχοντας διπλά σου τον χωροφύλακα να μετράει τις λέξεις των καθηγητών.
Παράλληλα, η άνοδος των social media έχουν πλημμυρίσει την καθημερινότητα των νέων με πλήθος ανούσιων χρονοβόρων δραστηριοτήτων κομμένες και ραμμένες από τις μεγάλες κερδοσκοπικές εταιρείες ώστε να μαγνητίζουν τους νέους εκμεταλλευόμενοι τις βασικές τους ανάγκες. Π.χ. Φαντασία, έκφραση, επίδειξη, σεξ.
Το πρότυπο που χτίζουν αυτά τα media στην εποχή μας αφορά από τη μία, το αγόρι γυμνασμένο ποδοσφαιρόφιλο με τα μούσια και τα τατουάζ που πηγαίνει στα κλαμπ και συνευρίσκεται με πλήθος γυναικών. Αυτό το πρότυπο στα μάτια του 13 χρόνου και του 15 χρόνου λάμπει, γίνεται ο μπατμαν ή ο σούπερμαν της εποχής που όλοι θέλουν να του μοιάσουν. Από την άλλη, το κορίτσι του μέικ-απ και της επίδειξης των μελών του σώματος της ώστε να αποκτήσει την απαραίτητη αυτοεκτίμηση. Ο χώρος για την πολιτική δεν υπάρχει πουθενά σε αυτά τα πρότυπα. Για αυτούς όποιος ασχολείται με την πολιτική έχει γεράσει πριν την ώρα του γιατί, «Δημοκρατία είχαμε, Δημοκρατία θα έχουμε σιγά!».
Έτσι, αυτός ο νέος κόσμος των προτύπων της παράνοιας οδηγείται τυφλός προς το άγνωστο. Λαϊκιστές από τα δεξιά και τα αριστερά αδειάζουν κάθε λογής ύβρεις στοχοποιώντας διάφορες πληθυσμιακές ομάδες και αποκτούν αντίκρισμα. Άνθρωποι που εκφράζουν επιχειρήματα ψευδή, δίχως απόδειξη, δίχως λογική, φανατίζουν τον λαό καλύπτοντας τις αδυναμίες και τους φόβους του. Οι άνθρωποι αυτοί εκλέγονται πρόεδροι και πρωθυπουργοί και κάποια μέρα ένας ,αν όχι όλοι, θα κάνει το κλικ στον διακόπτη και θα σβήσει έτσι εύκολα – αυτό το δεδομένο μας σήμερα- τα φώτα στην πολιτική.
Ο Δημήτρης Τόλιας είναι ένα νέο παιδί, γεννημένο το 1998 και μεγάλωσε στον Ωρωπό Αττικής. Είναι προπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ έχει φοιτήσει και για ένα έτος στο ίδιο τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι λάτρης της πολιτικής ιστορικής ανάλυσης και έρευνας. Ασχολείται με την ανίχνευση της διαδικασίας διάδοσης και τις επιδράσεις των πολιτικών ιδεών στην κοινωνία τόσο στο παρελθόν όσο και φυσικά στο σήμερα.