Η μουσική του εκπαίδευση ξεκινά σε ηλικία τεσσάρων ετών και περιλαμβάνει μαθήματα πιάνου από την αρμενικής καταγωγής πιανίστρια Αλτουνιάν. Παράλληλα, εξασκείται στο βιολί και το ακορντεόν. Από το 1957 ξεκινά μία περίοδος έντονης δημιουργικής δράσης. Ο Χατζιδάκις συνθέτει ασταμάτητα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, όπου το έργο του γνωρίζει μεγάλη δημοσιότητα, ενώ παράλληλα γράφει πολλά σημαντικά μουσικά έργα.
Μάνος Χατζιδάκις: Από τα πλούτη στη φτώχεια
Ο πατέρας του σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα και ο Μάνος μετακόμισε με τη μητέρα του και την αδερφή του στην Αθήνα. Το ξέσπασμα του πολέμου και αργότερα η κατοχή έφερε τη μέχρι τότε ευκατάστατη οικογένεια, αντιμέτωπη με τη φτώχεια. Ο Χατζιδάκις αναγκάστηκε να κάνει δουλειές του ποδαριού για να συνδράμει οικονομικά στα έξοδα του σπιτιού.
Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της απελευθέρωσης, ο Μάνος Χατζιδάκις εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Το πρώτο του μουσικό κοινό ήταν οι τραυματισμένοι φαντάροι που είχαν επιστρέψει από το αλβανικό μέτωπο.
Συγχρόνως αρχίζει ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής, και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες ποτέ δεν ολοκλήρωσε.
Την εποχή εκείνη γνωρίζεται με καλλιτέχνες και διανοούμενους (Γκάτσος, Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός) της γενιάς του μεσοπολέμου, οι οποίοι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του. Ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1943, θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, ο μεγάλος δάσκαλος και ο ακριβός του φίλος.
Μάνος Χατζιδάκις: Η πρώτη του εμφάνιση
Η πρώτη του εμφάνιση στα μουσικά πράγματα της χώρας γίνεται το 1944 με τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολωμού στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Η γόνιμη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα διαρκέσει 15 χρόνια, με μουσικές για παραστάσεις όπως: «Γυάλινος Κόσμος» (1946), «Αντιγόνη» (1947), «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), «Ο θάνατος του Εμποράκου» (1949) κ.ά.
Εν τω μεταξύ, το 1949 με μια διάλεξη του για το ρεμπέτικο τραγούδι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική ελληνική αστική κοινωνία. Από το 1950 αρχίζει να γράφει μουσική για αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες. Ο Μάνος Χατζιδάκις έχει «ντύσει» μουσικά την Ορέστεια, τη Μήδεια, τις Βάκχες, τις Εκκλησιάζουσες, τη Λυσιστράτη, τον Πλούτο, τις Θεσμοφοριάζουσες, τους Βατράχους και τις Όρνιθες.
Μάνος Χατζιδάκις – Μίκης Θεοδωράκης
Το 1959 παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό τον Μίκη Θεοδωράκη, ενορχηστρώνοντας και ηχογραφώντας ο ίδιος το έργο του «Επιτάφιος» με τη Νάνα Μούσχουρη. Το 1962 ο Χατζιδάκις χρηματοδοτεί τον «Διαγωνισμό Σύνθεσης Μάνος Χατζιδάκις» στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο Δοξιάδη στην Αθήνα, με το πρώτο βραβείο να απονέμεται από κοινού στους Γιάννη Ξενάκη και Ανέστη Λογοθέτη.
Το 1964 ιδρύει και διευθύνει την Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών (1964-67). Στο σύντομο χρονικό διάστημα της λειτουργίας της, η ορχήστρα έδωσε 20 συναυλίες με πρεμιέρες δεκαπέντε έργων Ελλήνων συνθετών. Την ίδια περίοδο αρχίζει και η συνεργασία του με τον Μωρίς Μπεζάρ. Οι Όρνιθες ανεβαίνουν με τα Μπαλέτα του 20ού Αιώνα στις Βρυξέλλες.
Μερικά έργα της περιόδου αυτής είναι η μουσική για τη «Μήδεια» του Ευριπίδη (1958), το «Παραμύθι χωρίς όνομα», του Ι. Καμπανέλλη (1959) το «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ, η «Οδός ονείρων» (1962), αλλά και «Το χαμόγελο της Τζοκόντα» – δέκα τραγούδια για ορχήστρα γραμμένα αρχικά για φωνή, ειδικά για τη Ζακλίν Ντανό (Παρίσι, 1962).
Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις επισκέπτεται την Αμερική προκειμένου να ανεβάσει στο Broadway με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» με τον τίτλο «Illya Darling». Κατά την παραμονή του στην Αμερική έρχεται σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών «Reflections» σε συνεργασία με το συγκρότημα «New York Rock and Roll Ensemble», ενώ ηχογραφεί και «Το Χαμόγελο της Τζοκόντα», στην -πασίγνωστη πλέον- συμφωνική του μορφή.Παράλληλα συνεχίζει την συνεργασία με τα μπαλέτα του 20ού Αιώνα στις Βρυξέλες, όπου διευθύνει έργα δικά του ή άλλων συνθετών. Άλλα σημαντικά έργα της περιόδου είναι η μουσική για την ταινία «Blue» (1958) του Silvio Narizzano, η «Ρυθμολογία» (έργο για πιάνο) και η «Αμοργός» (1970), έργο το οποίο ο συνθέτης άφησε ημιτελές.
Το 1972, επιστρέφει στην Αθήνα και τον επόμενο χρόνο ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο», με το οποίο επιδιώκει, σύμφωνα με τον ίδιο, «μια τελετουργική παρουσίαση του τραγουδιού, μ’ όλα τα μέσα που μας παρέχει η σύγχρονη θεατρική εμπειρία»[8]. Η περίοδος αυτή, μέχρι το τέλος της ζωής του, θεωρείται η περισσότερο ώριμη στη μουσική του σταδιοδρομία και σηματοδοτείται με την ηχογράφηση του «Μεγάλου Ερωτικού».
Μάνος Χατζιδάκης: Διευθυντής του ραδιοσταθμού «Τρίτο Πρόγραμμα»
Η πολυεπίπεδη δραστηριοποίηση του Χατζιδάκι στον χώρο της τέχνης και οι παρεμβάσεις του στα κοινά κορυφώνονται την περίοδο αυτή. Διορίζεται αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής για το διάστημα 1975 – 1977 ενώ την περίοδο 1975 – 1982 αναλαμβάνει καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας καθώς και Διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού Τρίτο Πρόγραμμα. Η παρουσία του στο Τρίτο Πρόγραμμα αποτελεί μέχρι σήμερα σημείο αναφοράς για την ελληνική ραδιοφωνία, και σηματοδοτεί -ίσως- την ποιοτικότερη περίοδο του ραδιοσταθμού.
Το 1979 ο Χατζιδάκις καθιερώνει τις «Μουσικές Γιορτές» στα Ανώγεια της Κρήτης, που περιλαμβάνουν τοπικούς λαϊκούς χορούς και τραγούδια. Παράλληλα διοργανώνει συνέδριο με θέμα την παράδοση, στο οποίο συμμετέχουν διανοούμενοι, καλλιτέχνες και ακαδημαϊκοί.Τον επόμενο χρόνο εγκαινιάζει τον «Μουσικό Αύγουστο» στο Ηράκλειο, ένα καλλιτεχνικό Φεστιβάλ με κύριο στόχο την παρουσίαση νέων ρευμάτων τόσο στη μουσική όσο και στο χορό, τον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και το θέατρο. Την περίοδο 1981 – 1982 διοργανώνει επίσης τους αγώνες ελληνικού τραγουδιού στην Κέρκυρα, ένα μουσικό διαγωνισμό για νέους Έλληνες συνθέτες.
Το 1985 παρουσιάζει το πολιτιστικό περιοδικό «Το Τέταρτο» (1985 – 1986), το οποίο καταγράφει τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δρώμενα μέσα από τις πολιτικές τους διαστάσεις. Το 1985 επίσης, δημιουργεί την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία «Σείριος», η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα, με σκοπό την ανάδειξη καλλιτεχνών και μουσικών δημιουργιών επί τη βάσει μη εμπορικών κριτηρίων. Παράλληλα, παρουσιάζει επιλεγμένα έργα και καλλιτέχνες στην μπουάτ «Σείριος» (Ζουμ).Το 1989, ιδρύει την Ορχήστρα των χρωμάτων, προκειμένου να παρουσιάζει με πρωτότυπο τρόπο έργα κλασσικών και σύγχρονων συνθετών. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις διηύθυνε την ορχήστρα των χρωμάτων μέχρι το τέλος της ζωής, του δίνοντας συνολικά είκοσι συναυλίες και δώδεκα ρεσιτάλ ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου. Το 1991, σε συνεργασία με τον Δήμο Καλαμάτας, ο Μάνος Χατζιδάκις διοργανώνει τους «Πρώτους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Καλαμάτας».
Η έντονη ενασχόληση του Χατζιδάκι με τα κοινά, κατά την περίοδο αυτή, αποτυπώνεται σε σημαντικό τμήμα του έργου του. Χαρακτηριστικά έργα της περιόδου είναι «Η εποχή της Μελισσάνθης», έργο αυτοβιογραφικό αλλά και βαθιά πολιτικό, οι κύκλοι τραγουδιών «Τα παράλογα» (1978), «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς» (1983), η μουσική παράσταση «Πορνογραφία» (1982) σε δική του σκηνοθεσία, η «Σκοτεινή μητέρα» και «Τα τραγούδια της αμαρτίας».
«Είναι ο κ. Μάνος Χατζιδάκις στην αίθουσα για να παραλάβει το Όσκαρ;»
«Είναι στην αίθουσα ο κ. Μάνος Χατζιδάκις;» ρωτάει η ηθοποιός Jayne Meadows κατά τη διάρκεια της απονομής του Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για «Τα Παιδιά του Πειραιά» από την ταινία «Ποτέ την Κυριακή» (1960) του Ζυλ Ντασσέν με πρωταγωνίστρια την Μελίνα Μερκούρη.
Ωστόσο, ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης δεν είχε ταξιδέψει στην Αμερική για να παραλάβει το χρυσό αγαλματίδιο, εκφράζοντας την αντίθεσή του με τον θεσμό.
Η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου του έστειλε ταχυδρομικώς το χρυσό αγαλματίδιο, το οποίο όμως χάθηκε καθ’οδόν προς την Ελλάδα.
Γι αυτό όταν ο Μάνος δέχτηκε να τον απαθανατίσουν οι δημοσιογράφοι με το βραβείο του, δανείστηκε εκείνο της Κατίνας Παξινού. Η μεγάλη ηθοποιός του παραχώρησε για τις ανάγκες της φωτογράφησης το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου, που είχε κερδίσει για την ερμηνεία της στην ταινία «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» (1943).
Η Ακαδημία έφτιαξε ένα αντίγραφο στο οποίο χάραξαν το όνομα του συνθέτη και του το ξαναέστειλε. Αλλά το δεύτερο χρυσό αγαλματίδιο βρήκε η οικιακή βοηθός του στον κάλαθο των αχρήστων, όπου το είχε πετάξει ο ίδιος μια μέρα που είχε νεύρα.
Η καθαρίστρια διαπίστωσε ότι ο σκουπιδοντενεκές ήταν ιδιαίτερα βαρύς, είδε μέσα το Όσκαρ και το έδωσε στην αδελφή του Χατζιδάκι. Έτσι ξαναγύρισε σε εκείνον, ο οποίος τελικά το τοποθέτησε στο πάτωμα, στην πόρτα του γραφείου του.
«Τώρα μπορώ να το κρατήσω, γιατί συμβολικά και πρακτικά μου κρατάει την πόρτα ανοιχτή», είχε πει. Σήμερα βρίσκεται στα χέρια του γιου του, Γιώργου Χατζιδάκι, σε μία προθήκη του σπιτιού.Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο σπουδαίος δημιουργός είχε γράψει το κομμάτι ύστερα από την πίεση που του άσκησαν οι συντελεστές του φιλμ. Ο ίδιος αρχικά θεωρούσε υποτιμητικό για το έργο του πως έγινε διεθνώς γνωστός για ένα απλοϊκό τραγούδι.
«Το επίσημο κράτος με γιόρτασε για το Όσκαρ που πήρα ερήμην μου και έξω από τα δικά μου σχέδια. Πάλεψα χρόνια για ν’ αφαιρέσω αυτό τον «τίτλο τιμής» από την πλάτη μου, μα, αν δεν το κατάφερα αυτό, ο αγώνας με βοήθησε να ξαναγίνω νέος ή, να ξαναγίνομαι νέος κάθε φορά που ο χρόνος μου πετούσε μια επίσημη υπενθύμιση της παρουσίας του».
Έπειτα από καιρό και από την παγκόσμια επιτυχία ενός από τα πιο πολυδιασκευασμένα τραγούδια διεθνώς -έχει τραγουδηθεί από πολλούς καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο και έχει γνωρίσει διασκευές και εκτελέσεις από την Αμερική μέχρι την Ιαπωνία- είχε συμφιλιωθεί με την ιδέα και είχε δηλώσει συγκινημένος για τη ξεχωριστή τιμή που του έγινε ευχαριστώντας τον τόπο του, που τον ενέπνευσε αυτό και όλα τα τραγούδια του.
Η Μελίνα Μερκούρη συνήθιζε να λέει ότι «αυτό το τραγούδι είναι ορφανό από μπαμπά, αλλά έχει μάνα». Μάλιστα, κάποια στιγμή ο Μάνος της είχε απαντήσει περιπαικτικά «Χαίρομαι! Και σε συγχαίρω για την υιοθεσία».
Ο Μάνος Χατζιδάκις πέθανε στις 15 Ιουνίου του 1994 από οξύ πνευμονικό οίδημα και ετάφη στην Παιανία.Μάνος Χατζιδάκης: «Η Κρήτη κυκλοφορεί στο αίμα μου. Ντύθηκε η ψυχή μου με τα χρώματά της»
Μια όχι και τόσο γνωστή συνέντευξη του Μάνου Χατζιδάκι, δημοσιεύτηκε την Παρασκευή 26 Αυγούστου 1960, στην ελληνική εφημερίδα «Αίγυπτος (Ταχυδρόμος)» της Αλεξάνδρειας. Δυστυχώς,το όνομα του δημοσιογράφου, που συνομίλησε με τον Χατζιδάκι και απέδωσε τόσο γλαφυρά τα λεγόμενα αλλά και την εικόνα του Μάνου, δεν αναγράφεται στο φύλλο της εφημερίδας.
….Είναι 33 χρονών ο Χατζιδάκις. Παχύς και στο ανάστημα μέτριος. Το δέρμα του είναι σκούρο και μελαχρινό και κατάμαυρα τα μάτια του. Γλυκεία και απαλή η φωνή του, πειθαρχημένη κυλά και βγαίνει απ΄τα χείλη του, μα όταν υποστηρίζει κάτι, όταν υπογραμμίζει μία φράση, γίνεται σκληρή, βαριά σαν χτύπος καμπάνας και τα μάτια του πετούν αστραπές σαν το ατσάλι!
Για ένα που ξέρει να βλέπει, ο Χατζιδάκις, συμπληρώνει τον τέλειο χαρακτήρα του Κρητικού!
-Γεννήθηκα στην Ξάνθη! λέει ο ίδιος. Μα η Κρήτη κυκλοφορεί μέσα στο αίμα μου! Ακούω τις φωνές της, νοιώθω το πέλαγος να δέρνεται και να βογγά στα βράχια της, μυρίζομαι το χώμα της, τα περιβόλια της, χιμά ολοένα η ψυχή μου απάνω της να ρουφήξει δύναμη και ομορφιά…Ο πατέρας του Χατζιδάκι, ανήσυχη ψυχή σαν όλους τους Κρητικούς, ξεκίνησε μια μέρα να πραγματοποιήσει ένα όνειρο. Να πλουτίσει εμπορευόμενος καπνά! Καλή η εποχή, έξυπνος έμπορος ήταν, είχε πείσμα και καρδιά και περίσσεια περηφάνια, δεν μπορούσε παρά να κερδίσει στο πάλεμα με τη ζωή. Τι Κρητικός ήταν;
Οι άνθρωποι τον θαύμαζαν, τον αγαπούσαν, ήταν μεγάλη η καρδιά του και το μυαλό του σπίθιζε. Γέννησε κι η γυναίκα του, του δωσε αγόρι, το βάφτισαν, μπήκε στους Χατζιδάκιδες, ένας Μανώλης ακόμη!
-Να πω πως τον ζήλεψε ο Χάρος; Πως πέρασε κάποια φορά έξω από το σπίτι μας άκουσε το κακαριστό γέλιο του, έσκυψε και είδε την ευτυχία μας και μπήκε; Η συμφορά έπεσε απροσδόκητα, γκρέμισε το σπίτι μας, και μεις, η μητέρα μου κι εγώ, μια σταλιά παιδί, θάψαμε τον πατέρα μου, τα μαζέψαμε και ήρθαμε στην Αθήνα… Το χρυσό όνειρο είχε τελειώσει, η ζωή δεν ήταν τόσο ρόδινη όσο την ξέραμε ως τότε. Η βιοπάλη άρχιζε. Δούλευα και σπούδαζα, κι οι δυσκολίες με πεισμάτωσαν! Τούτα τα προσόντα του Κρητικού, δεν τα ήξερα ποτέ. Κυνηγούσα τα δύσκολα, τα παραπάνω από μένα και τις δυνάμεις μου. Χιλιάδες πρόγονοι που βλάστησαν και τάφηκαν στα χώματα της Κρήτης, ξυπνούσαν μέσα μου και φώναζαν. Δεν ξεκαθάριζα τις πεθυμιές τους, δεν είχα ο ίδιος κατασταλάξει πάνω στη γή, δεν μπορούσα ακόμη να δω και να ξεχωρίσω τους δρόμους…
-Δέκα πέντε χρονών, κατέβηκα στην Κρήτη, κάθισα καιρό, ντύθηκε η ψυχή μου με τα χρώματά της… Μελέτησα τους ανθρώπους της, το φως της, ένοιωσα τη φοβερή δύναμη αφομοιώσεως που έχει σ’ αυτούς που πρωτοστατούν επάνω της, δέθηκα οριστικά μαζί της! Από παιδί μ’ άρεσε η μουσική, με είχαν μάθει κι έπαιζα πιάνο, μα μόνο σαν πάτησα στην Κρήτη η ψυχή μου κατάλαβε το νόημά της. Άρχισα να συνθέτω, να δημιουργώ, παράξενα συναισθήματα με πλημμύριζαν. Ένα θαύμα είχε γίνει μέσα μου…
-Μεγάλη είναι η Κρήτη, έχει Χατζιδάκιδες πολλούς. Ποια η δική σας φύτρα;
-Ηρακλειώτης!… Καστρινός, όπως συνηθίζουν να τους λένε, επειδή παλιά, Μεγάλο Κάστρο, έλεγαν το Ηράκλειο… Το δικό μας σόι, έχει πολλούς επιστήμονας και καθηγητάς. Ανθρώπους που ασχολιούνται με την λογοτεχνία και την ποίηση. Απ΄ό,τι έμαθα, δεν είχαμε άλλον μουσικόν.
Πηγή: pagenews.gr