Γράφει η Αργυρώ Χατζηπαναγιώτου, Εκπαιδευτικός με Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Λογοτεχνίας (Μεθοδολογία και Έρευνα)
Σημαντικό ναυτικό γεγονός, κατά την Ελληνική Επανάσταση, ήταν η πυρπόληση της Ναυαρχίδας του στόλου των Οθωμανών Τούρκων στο λιμάνι της Χίου, στις 7 Ιουνίου 1822, από τον Κωνσταντίνο Κανάρη και τους συντρόφους του.
Με την έναρξη της Επανάστασης του 1821 ο Κωνσταντίνος Κανάρης, εγκαταλείποντας τη δραστηριότητά του στο Εμπορικό Ναυτικό, αρχίζει τη δράση του ως μπουρλοτιέρης. Τα πυρπολικά ή μπουρλότα, των οποίων κυβερνήτες ήταν οι μπουρλοτιέρηδες, ήταν μικρά πλοία γεμάτα με εκρηκτικά υλικά. Η τακτική που ακολουθούσαν για την πυρπόληση εχθρικών σκαφών ήταν η εξής: πλησίαζαν αθόρυβα το πλοίο στόχο το οποίο εμβόλιζαν ή έριχναν γάντζους. Στη συνέχεια οι μπουρλοτιέρηδες έφευγαν ενώ ο καπετάνιος εγκατέλειπε τελευταίος αφού πρώτα άναβε το φυτίλι με δαυλό.
Στις 7 Ιουνίου (παλαιό ημερολόγιο) του 1822 ο Κωνσταντίνος Κανάρης από τα Ψαρά πυρπόλησε την ναυαρχίδα του στόλου των Οθωμανών Τούρκων που βρισκόταν στο λιμάνι της ήδη λεηλατημένης Χίου( από 30 Μαρτίου του ιδίου έτους).
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΠΥΡΠΟΛΗΣΗ
Τα ελληνικά πλοία, λόγω έλλειψης πόρων δεν μπόρεσαν να εκπλεύσουν προς υπεράσπιση της Χίου και όπως γράφει ο Σπυρίδων Τρικούπης, πολιτικός και ιστορικός, στο βιβλίο του Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως « μόλις την 27η Απριλίου ηνώθησαν 56, εν οις και 8 πυρπολικά, εν τω λιμένι των Ψαρών· και τα μεν των Σπετσών διετέλουν υπό τον Κολανδρούτσον (Αναστάσιος Ανδρούτσος), τα δε των Ψαρών υπό τον Αποστόλη (Νικόλαος Αποστόλης), τα δε της Ύδρας υπό τον Μιαούλην, υφ’ ον διετέλει και όλος ο στόλος».
Στις 28 Απριλίου ο ελληνικός στόλος έπλευσε προς τον Τσεσμέ, όπου υπήρχαν φήμες ότι βρισκόταν ελλιμενισμένος ο εχθρικός στόλος υπό τον αρχιναύαρχο Καρά Αλή. «Αλλά μη ευρών αυτόν περιέπλεε την Χίον παραλαμβάνων όσους εύρισκε περιπλανώμενους και κρυπτόμενους δυστυχείς Χίους»(Σ. Τρικούπης).
Την 1η Μαΐου τα ελληνικά πλοία κατέπλευσαν στα Ψαρά και ο Τουρκικός στόλος βρισκόταν ήδη και πάλι στο λιμάνι της Χίου περιμένοντας και άλλα πλοία από την Κωνσταντινούπολη. Ο Καρά Αλής, λόγω του Ραμαζανίου, αποφάσισε να παραμείνει εκεί μέχρι την έναρξη του Μπαϊραμίου. Οι αρχηγοί όμως του ελληνικού στόλου «θεωρούντες ότι η επί ματαίω παρέλευσις ενός μηνός έβλαπτε, διότι εξηντλούντο οι ολίγοι πόροι του, απεφάσισαν να κτυπήσουν όσον τάχιον εντός του λιμένος της Χίου τον εχθρικόν στόλον». (Σ.Τρικούπης).
Στις 19 Μαΐου 15 πλοία και 5 πυρπολικά υπό τον Μιαούλη προσπάθησαν να χτυπήσουν, ανεπιτυχώς, τον Οθωμανικό στόλο. Τα ελληνικά πλοία επέστρεψαν στα Ψαρά και τα εχθρικά παρέμειναν στο λιμάνι της Χίου. Εν μεταξύ ήρθε νέα ναυτική δύναμη από την Κωνσταντινούπολη προς ενίσχυση του οθωμανικού στόλου και αναμενόταν και άλλη από την Αίγυπτο. Οι Έλληνες αρχηγοί υπό τη σκέψη ότι θα έρθουν και άλλα πλοία για να συνδράμουν τους Οθωμανούς Τούρκους αποφάσισαν να κτυπήσουν και πάλι.
Ενώ οι Οθωμανοί γιόρταζαν το Ραμαζάνι στο λιμάνι της Χίου οι Έλληνες πλοίαρχοι συμφώνησαν να επιτεθούν στον Οθωμανικό στόλο με πυρπολικά. Για την εκτέλεση του τολμηρού αυτού εγχειρήματος προσφέρθηκε εθελοντικά, όπως γράφει ο Γερμανός ιστορικός και Ελληνιστής, Γουσταύος Χέρτσμπεργκ στο βιβλίο του Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως «νεαρός ναύτης ψαριανός (…) ήτο δ’ ούτος ο νεαρός Κωνσταντίνος Κανάρης (γεννηθείς τω 1790) μία των αγνωτέρων μορφών του πολέμου τούτου. (…) Ο Κανάρης μικρός ων το δέμας όψιν έχων εξωτερική ουχί καταπλήττουσαν, περιεσταλμένος εν τοις εξωτερικοίς τρόποις αυτού, αλλ’ ων ψυχή αληθώς ηρωική, ανέλαβεν εκτέλεσιν του τολμήματος εκ μέρους των Ψαρών, εκ μέρους δε της Ύδρας εξέλεξεν ο Μιαούλης τον Α. Πιπίνον».
Ο Κανάρης και ο Πιπίνος διάλεξαν 42 τολμηρούς εθελοντές, κατά τον Γ. Χέρτσμπεργκ, 43 κατά τον Σ. Τρικούπη, και αφού μετέλαβαν των Αχράντων Μυστηρίων στην εκκλησία των Ψαρών, επιβιβάστηκαν στις 6 Ιουνίου στα πλοία τους που έφεραν ξένη σημαία. Αποφάσισαν να επιτεθούν με τα πυρπολικά την επόμενη νύχτα όταν ο Καρά Αλής και οι ναύτες του θα γιόρταζαν την λήξη της νηστείας και την αρχή της γιορτής του Μπαϊραμίου. Ήταν δε αποφασισμένοι να πεθάνουν.
Σύμφωνα με τα γραφόμενα του Σ. Τρικούπη «τη νύκτα προ της ημέρας του μπαϊραμίου, ο έστι την της 6 Ιουνίου συνήλθαν επί της Τουρκικής ναυαρχίδος πολλοί των πλοιάρχων του τουρκικού στόλου εις συνεόρτασιν· σκοτεινή ήτον η νυξ εκείνη ούσα η τελευταία της σελήνης, και τα πλοία του στόλου εξ αιτίας του έτι επικρατούντος ραμαζανίου ήσαν ολόφωτα· διεκρίνοντο δε μεταξύ όλων δύο δίκροτα, ήτοι η ναυαρχίς και η υποναυαρχίς, δια την πλουσίαν φωτοχυσίαν των».
Η ΠΥΡΠΟΛΗΣΗ
Τα δύο πυρπολικά έφθασαν απαρατήρητα στο ακρωτήριο Καραμπουρνού (Μέλαιναν Άκραν) και στη συνέχεια έπλευσαν στον πορθμό της Χίου. Ο Γ. Χέρτσμπεργκ περιγράφει: «περί το μεσονύκτιον της (6ης προς 7ης Ιουνίου) ήλθον παρά την ναυαρχίδα και το Ριαλλάβεϋ(υποναυαρχίδα), άπερ αμφότερα από των κορυφών των ιστών μέχρι της του ύδατος επιφανείας ήσαν εστολισμένα μετά σημαιών και ποικίλων λαμπτήρων και εξέπεμπον ήχον θορυβώσους μουσικής, καθιστάμενα εκ τούτων φανερά εις μεγάλην απόστασιν».
Αρχικά ο Πιπίνος, με τη βοήθεια του πνέοντος ανέμου, πλησίασε το πλοίο του αντιναυάρχου και κόλλησε το πυρπολικό αλλά τη στιγμή που άναψε το φιτίλι ο άνεμος παρέσυρε το πυρπολικό, πριν προλάβει να πάρει φωτιά η αντιναυαρχίδα, και το έριξε στο μέσον του Τουρκικού στόλου σπέρνοντας μεν τον τρόμο στους Οθωμανούς χωρίς δε να κάνει ζημιά στα πλοία.
Αντίθετα η προσπάθεια του Κανάρη έφερε αποτέλεσμα αφού προσάρτησε, επιτυχώς, το πυρπολικό του στη ναυαρχίδα και άναψε το φιτίλι την κατάλληλη στιγμή. Στη συνέχεια πήδησε στο πλοιάριο όπου βρίσκονταν οι σύντροφοί του.
Οι φλόγες μεταδόθηκαν με ταχύτητα στη ναυαρχίδα και ο Καρά Αλής στην προσπάθειά του να ξεφύγει με λέμβο τραυματίστηκε θανάσιμα. Μετά μία ώρα πήρε φωτιά η πυριτιδαποθήκη και η ναυαρχίδα τινάχτηκε στον αέρα. Ο Σ. Τρικούπης γράφει: «Εντός της φλογισθείσης ναυαρχίδος ήσαν όχι μόνον Τούρκοι πολλοί και σημαντικοί αλλά και Χριστιανοί αιχμάλωτοι. (…) Δύο λέμβοι της ναυαρχίδος εβυθίσθησαν αύτανδροι δια το μέγα πλήθος των εν αυταίς συσσωρευθέντων. (…) Βόσκον δε το πυρ εν τη ναυαρχίδι διεδόθη μετά μίαν σχεδόν ώραν εις την πυριτοθήκην· τότε υψώθη ουρανομήκης πύρινος στύλος φωτίζων εν μέσω της σκοτεινής εκείνης νυκτός πλατύν και μακρύν ορίζοντα». Ο Κανάρης και οι σύντροφοί του διασώθηκαν από ψαριανά πολεμικά πλοία και ο Πιπίνος από Υδραϊκά.
Το νέο της πυρπόλησης της ναυαρχίδας έγινε δεκτό με ενθουσιασμό τόσο στην Ελλάδα όσο και στην φιλελληνική Ευρώπη. Αλλά η Χίος έγινε ξανά αποδέκτης της εκδίκησης των Οθωμανών που βρίσκονταν στο νησί. Κατάσφαξαν και πάλι άμαχο πληθυσμό και κατέστρεψαν, ολοσχερώς, τα Μαστιχοχώρια που είχαν γλυτώσει κατά την προηγούμενη καταστροφή. Ο Γ. Χέρτσμπεργκ γράφει ότι «εκ των 120.000 Χίων, των οικούντων κατά το 1821 την Χίον, κατά τον Αύγουστον του 1822 υπήρχον μόνο 1800 Χριστιανοί».
Το τολμηρό εγχείρημα της πυρπόλησης της ναυαρχίδας έφερε και θετικά αποτελέσματα που ωφέλησαν στη συνέχεια τον αγώνα των επαναστατημένων Ελλήνων, καθώς ο οθωμανικός στόλος επέστρεψε αμέσως στον Ελλήσποντο χωρίς να επιχειρήσει επίθεση εναντίον των Ψαρών ή της Σάμου. Επίσης, λόγω των γεγονότων στη Χίο, οθωμανικά στρατεύματα που επρόκειτο να σταλούν στην ελληνική ενδοχώρα παρέμειναν στην ανατολική πλευρά του Αιγαίου. Ο Χέρτσμπεργκ προσθέτει : «Η δε τολμηρά πράξις του Κανάρη ησφάλισεν αύθις το γε νυν εις τους Έλληνας το κράτος της θαλάσσης, εμπνέουσα τοις Οθωμανοίς στολάρχοις τρόμον αποτελεσματικόν, όστις κατά την στρατείαν των Οθωμανών, την γενομένην κατά της Πελοποννήσου, απεδείχθη ωφελιμώτατος τοις Έλλησιν».
Με την πυρπόληση της Οθωμανικής Ναυαρχίδας ο Κανάρης και οι άλλοι Έλληνες καπεταναίοι ανταπέδωσαν τον χτύπημα εκδικούμενοι, έτσι, την προηγηθείσα καταστροφή της Χίου.
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης ο Κωνσταντίνος Κανάρης συνέχισε με αρκετή επιτυχία τη δράση του ως πυρπολητής. Αργότερα στο ελεύθερο πλέον ελληνικό έθνος-κράτος ο Κανάρης έγινε διοικητής ναυτικής μοίρας, στη συνέχεια Ναύαρχος και μετά πρωθυπουργός. Απεβίωσε το 1877.
Βιβλιογραφία
Τρικούπης, Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως , Τόμος Β’ , εν Λονδίνω, αωξα’ .
Χέρτσβεργκ, Φρειδερίκος- Γουσταύος, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Εν Αθήναις Εκδοτικός Γεωργίου Δ. Φέξη, 1916