Ο όρος γενιά του ’30 αναφέρεται σε ένα σύνολο ανθρώπων της τέχνης, όπως λογοτέχνες, διανοούμενοι, ζωγράφοι, οι οποίοι δημιούργησαν το έργο τους τη δεκαετία του 1930, με κεντρικό και βασικό αίτημα την αναζήτηση της ελληνικότητας σε κάθε μορφή τέχνης μέσα από τη νεωτερικότητα. Η σύγκλιση αυτή μεταξύ νεωτερικότητας και ελληνικότητας είχε ως σημείο εκκίνησης την έννοια της εθνικής ταυτότητας.
Όσον αφορά τη λογοτεχνία δύο από τις εμβληματικές μορφές της γενιάς του ’30 ήταν ο Ηλίας Βενέζης, στον χώρο του πεζού λόγου κι ο Οδυσσέας Ελύτης στον αντίστοιχο χώρο της ποίησης. Ο λόγος που επιλέγω να αναφερθώ στα δύο αυτά θαυμάσια κληροδοτήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι το γεγονός ότι έρχονται στη μνήμη μου πολύ συχνά.
Δεν υπάρχει μέρα που η μνήμη δεν ανατρέχει στην “Έξοδο” του Βενέζη, κάθε φορά που σταματά για λίγο το μυαλό να παγιδεύεται σε μια καθημερινότητα που βασανίζεται κι η ίδια να υπάρξει και να επιβιώσει. Πολλές φορές, το μυαλό ταξιδεύει, ίσως διότι είναι η μοναδική ώρα μιας κλεμμένης ραστώνης που επιτρέπει στο μυαλό να απολαμβάνει τις δικές του σκέψεις.
Αν ρωτήσει κανείς ποια είναι η υπόθεση της “Εξόδου” του Βενέζη, η απάντηση δεν είναι σαφής, ή είναι απλώς επιγραμματική. Το μόνο που ανασαλεύει μέσα μας είναι μια ανεπαίσθητη αίσθηση τέλους – που ίσως να είναι πολύ πιο σημαντική από την υπόθεση. Ενδεχομένως η αίσθηση να υπερβαίνει α δεδομένα σε αυτή την περίπτωση – και όχι μόνο σε αυτή!
Ίσως δεν θυμάμαι πλέον, μετά από τριάντα χρόνια, την υπόθεση της “Εξόδου”. Ίσως, θυμάμαι μια οδύνη, έναν ασίγαστο όλεθρο…μόνο έναν πατέρα, τον κυρ – Πανταζή…να ουρλιάζει πάνω από έναν γκρεμό, επειδή δεν ήξερε πού ήταν κρυμμένα τα όπλα που ζητούσε ο Γερμανός Διοικητής. Έτσι, απλά, χωρίς αιδώ, στον βωμό ενός σκοπού, ακατανόητου, απάνθρωπου, ανελέητου, ο διοικητής δεν δίστασε να πετάξει τον γιο του κυρ-Πανταζή από τον γκρεμό, έτσι, απλά…
Η “Έξοδος” έτσι, απλά, περιγράφει μια οδύνη απερίγραπτη, ανθρώπων χαμένων, τρομαγμένων, που δεν έχουν που αλλού να πάνε…που στοιχειώνουν με αγάπη τις μνήμες μας. Εκείνοι, οι άγνωστοι αγαπημένοι, που φωλιάζουν γλυκά στην καρδιά των απογόνων, εκείνοι που μίσεψαν σε μέρη ολέθρια, που πόνεσαν και θυσιάστηκαν και πέθαναν με ανελέητους και ευτελείς τρόπους, βιώνοντας απερινόητους θρήνους και θανάτους, πλημμυρίζοντας την ψυχή μας με ωραίο και ηρωικό πένθος, για πάντα…
Ένα παιδί ασάλευτο, τσακισμένο στους βράχους, να περιμένει. Και τα όπλα. Ουσία μαγική, απροσπέλαστη, όραμα αστραφτερό που θ΄αποφάσιζε το θάνατο.
Αυτή η αίσθηση, του ξαφνικού θανάτου, του ερέβους που πνίγει την ανθρώπινη ύπαρξη, πλημμυρίζει εκείνον που διαβάζει το “Άσμα Ηρωικό” και “Πένθιμο για τον Χαμένο Υπολοχαγό της Αλβανίας” του αγαπημένου Ελύτη. Ο Ελύτης, από ποιητής του φωτός έγινε ποιητής ενός ζοφερού παρόντος που γέμισε θάνατο και ακατανόητη παράνοια τα βουνά της Αλβανίας, όπου ο Ελύτης, ως ανθυπολοχαγός, συνομιλεί με τον θάνατο, γνωρίζοντας την απάνθρωπη σκληρότητα, την ανείπωτη οδύνη και τον αιματοβαμμένο όλεθρο.
Είναι εκείνη η στιγμή που το τώρα χάνει την υπόστασή του και ρευστοποιείται σε έναν προαναγγελθέντα μόρτο. Η μοίρα ενός ανελέητου πρωινού που σκορπάει τον θάνατο εκείνη την άνοιξη, που προφήτεψε ο Σολωμός
ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν καί γελούνε,
κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Ο Ελύτης, καταθέτει την ψυχή του, μέσα από προσωπικά τραγικά βιώματα και πλάθει ένα άσμα ηρωικό, πένθιμο αλλά αντιπολεμικό∙ έναν θρήνο που αποδέχεται τον επιθανάτιο όλεθρο αλλά ανασταίνει τη θέληση για ζωή.
Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός
Kαθώς εχιόνιζε απ’ το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας
Kι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες
Eκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
Kαι μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό
Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
Mα όλος ο κόπος τ’ ουρανού
Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
Πρωί, στα πόδια του βουνού
Tώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει.
Λία Τσεκούρα,
Υπεύθυνη πολιτιστικών θεμάτων