OTA VOICE
Ιστορικές & Λογοτεχνικές Διαδρομές

Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951): «Κάποια Χριστούγεννα»

Γράφει η Αργυρώ Χατζηπαναγιώτου, Εκπαιδευτικός – Μ.Α. Λογοτεχνίας (Μεθοδολογία και Έρευνα)

Το «Κάποια Χριστούγεννα» είναι μία επιστολή του Γρηγόριου Ξενόπουλου που απευθύνεται στους νεαρούς αναγνώστες του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων και η οποία δημοσιεύθηκε στην στήλη «Αθηναϊκαί Επιστολαί».

Ο Γρ. Ξενόπουλος υπέγραφε τα κείμενα αυτά με το ψευδώνυμο Φαίδων, χρησιμοποιώντας την χαρακτηριστική φράση: «Σας ασπάζομαι Φαίδων». Η εν λόγω επιστολή δημοσιεύθηκε στο περιοδικό στις 26/12/1925. Ο συγγραφέας με νοσταλγική διάθεση και χιούμορ αναπολεί και περιγράφει τα Χριστούγεννα των παιδικών του χρόνων σκιαγραφώντας την χριστουγεννιάτικη οικογενειακή ατμόσφαιρα σε συνδυασμό με ήθη, έθιμα και παραδόσειςτης Ζακύνθου, της ιδιαίτερης πατρίδας του. (Το κείμενο θα παρατεθεί ολόκληρο στο τέλος του άρθρου)

Η ΔΙΑΠΛΑΣΙΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ

Αι «Αθηναϊκαί Επιστολαί», μία καινοτόμος στήλη του περιοδικού Η Διάπλασις των Παίδων, απευθύνονταν στα παιδιά της εφηβικής κυρίως ηλικίας και αντλούσαν τη θεματολογία τους από την ιστορική, πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική επικαιρότητα της εποχής εκείνης. Ο
Γρ. Ξενόπουλος συγκεκριμένα γράφει: «Έπαιρνα αφορμή από ένα οποιοδήποτε περιστατικό της εβδομάδας… κι αφού το διηγόμουν ή το περιέγραφα ή το εξέθετα προσπαθούσα να δώσω στο νεαρό μου αναγνώστη μερικές γνώσεις και στο τέλος μια συμβουλή, ένα ηθικό δίδαγμα. Άλλοτε πάλι… απαντούσα σε μια απορία ή έδινα πληροφορίες που μου ζητούσαν ή έλεγα τη γνώμη μου για ζητήματα που άρχιζαν να ενδιαφέρουν τους εφήβους». (Πάτσιου)

Η Διάπλασις των Παίδων είναι το μακροβιότερο παιδικό και νεανικό περιοδικό, καθώς εκδιδόταν από τον Φεβρουάριο του 1879 μέχρι το 1948, έτος κατά το οποίο σταμάτησε η έκδοσή του. Ιδρυτής του περιοδικού ήταν ο Υδραίος Νικόλαος Π. Παπαδόπουλος (1858- 1941). Η εκδοτική προσπάθεια του Ν. Παπαδόπουλου, που την εποχή εκείνη ήταν φοιτητής της Νομικής, στήριξε οικονομικά ο βιομήχανος Αντώνιος Κονοπισόπουλος από τον Πειραιά. Την Διεύθυνση του περιοδικού μετά το θάνατο του Ν. Παπαδόπουλου το 1941 ανέλαβε ο Γρ. Ξενόπουλος.

Η επιτυχία του περιοδικού οφείλεται στη πρωτοτυπία της ύλης του η οποία δεν αποσκοπεί μόνο στη διδαχή αλλά θέλει να κινήσει και το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού, επιζητώντας τη συμμετοχή του.

Στην προγραμματική του διακήρυξη ο αναγνώστης διαβάζει: «…θέλομεν παρέχει…τοις μικροίς ημών αναγνώσταις… ύλην ηθικήν και διδακτικήν συγκεκραμένην μετά του τερπνού διότι ή εξεύρεσις ύλης καταλλήλου δεν ήθελε παρέχει τοσαύτην δυσκολίαν, όσην η διάγνωσις, της γλώσσης και του τρόπου , δι ων κινείται το ενδιαφέρονν της μικράς ηλικίας». (Πάτσιου)

Το επιστημονικό παράδειγμα ως μέσο διαπαιδαγώγησης είναι μία από τις βασικές
επιδιώξεις περιοδικού: «Φρονούντες ότι θέλομεν καταστή ωφέλιμον, εάν από νεαράς ηλικίας εκριζώσωμεν [τας προλήψεις], θέλομεν παρέχει σειρά άρθρων μεταφέροντες αυτά εις την γλώσσαν των παίδωνκαι πλέκοντες την υπόθεσιν με μύθον δυνάμενον ναι κινήσει το ενδιαφέρον αυτών». (Πάτσιου)

Ο Γρ. Ξενόπουλος αρχικά ήταν συνδρομητής του, στη συνέχεια έγινε συνεργάτης, αρχισυντάκτης μετά τον Αριστοτέλη Κουρτίδη και αργότερα διευθυντής. Ήταν ένας από τους βασικούς συντελεστές της επιτυχίας του περιοδικού το οποίο διακρίθηκε για την πρωτοτυπία και ποικιλία των θεμάτων του τα οποία είχαν ως κεντρικό άξονα την οικογενειακή ζωή.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, λογοτέχνης και δημοσιογράφος, είχε καταγωγή από την Ζάκυνθο όπου και μεγάλωσε, αλλά γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1867. Αρχικά γράφτηκε στη Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, καθώς τον κέρδισε η δημοσιογραφία και η λογοτεχνία. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, άρθρα και κριτικές. Το έργο του έχει επιρροές από τους ευρωπαίους νατουραλιστές, ιδιαιτέρως από τον Γάλλο Εμίλ Ζολά.

Στην Αυτοβιογραφία του ο Γρ. Ξενόπουλος συγκεκριμένα γράφει: «Το τραπέζι αυτό της εργασίας μου, πολύ κοντά στο παράθυρο, ακουμπούσε στον τοίχο. Κι εκεί ακριβώς που ακουμπούσε, για να την έχω πάντα μπροστά στα μάτια μου, είχα χαράξει την επιγραφή: ‘’Δει εργάζεσθαι έως ημέρα εστί’’. Ήθελα να μιμηθώ τον ζολά,που είχε χαράξει κι εκείνος στο μάρμαρο του τζακιού του: ‘’Nulla dies sine linea’’- καμία ημέρα χωρίς γραμμή». (Πάτσιου)

Για την στροφή του στο ρεύμα του νατουραλισμού γράφει: «Όταν πρωτάρχισα να γράφω ο νατουραλισμός επικρατούσε, διάβασα τις θεωρίες αυτές και πείστηκα πως ο συγγραφέας έχει το δικαίωμα να παρουσιάζει ό, τι συμβαίνει στη ζωή». (Πάτσιου)

Ο Γιάννης Κορδάτος τονίζει ότι ο νατουραλισμός του Γρ. Ξενόπουλου ενισχύθηκε από τον σοσιαλισμό που του δίδαξε ο Πλάτων Δρακούλης και έτσι «έδωσαν στο νατουραλισμό του νότα κοινωνιστική».

Ο Κ. Θ. Δημαράς σημειώνει ότι η αρχιτεκτονική της πεζογραφίας του διαθέτει γερή πλοκή
που πετυχαίνει να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του Αναγνώστη: «…τα πεζογραφήματα
του έχουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις της αρχιτεκτονικής, της ενότητας, στηρίζονται σε
μια γερή πλοκή και είναι πλουτισμένα με επεισόδια που δεν αφήνουν την προσοχή του
αναγνώστη να εξασθενίσει».

Επίσης λέει ότι η πεζογραφία του Γρ. Ξενόπουλου ξεπέρασε τα όρια του νατουραλισμού και της ηθογραφίας και δημιούργησε το ελληνικό κοινωνικό μυθιστόρημα: «…ο Ξενόπουλος μπόρεσε να ολοκληρώσει ένα έργο που δεν είναι ηθογραφικό και να ζωντανέψει την ελληνική κοινωνία του καιρού του, επαρχία και Αθήνα. Έτσι, με την συγγραφική του ιδιοφυΐα, εξεπέρασε τον νατουραλισμό από τον οποίο είχε ξεκινήσει, και εδημιούργησε το ελληνικό κοινωνικό μυθιστόρημα».

Σημαντική επίσης ήταν η προσφορά του Γρ. Ξενόπουλου στα ελληνικά γράμματα με την έκδοση του περιοδικού Νέα Εστία. Ο Κ. Θ. Δημαράς γράφει: « Το όργανο αυτό [η Νέα Εστία], καθώς φαίνεται από άλλες προσπάθειες της εποχής, ανταποκρινόταν σε βασικές ανάγκες παιδείας, και για τούτο συνετέλεσε στην ακμαία διατήρηση της πνευματικής ζωής σε χρόνια αποφασιστικά».

Το 1912 για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα τιμήθηκε με τον Αργυρό Σταυρό του
Σωτήρος, το 1922 με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, και το 1929 με το βραβείο
της Ακαδημίας Αθηνών της οποίας έγινε τακτικό μέλος το 1931.

Το 1944 στα Δεκεμβριανά ανατινάχθηκε το νεοκλασικό κτίριο επί της οδού Ευριπίδου 42 όπου στεγάζονταν τα γραφεία του περιοδικού Η Διάπλασις των παίδων. Στον ίδιο χώρο, επίσης, βρισκόταν και η κατοικία του Γρ. Ξενόπουλου. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήταν να χαθεί ολοκληρωτικά το πολύτιμο αρχείο του και η πλούσια βιβλιοθήκη του. Απεβίωσε το 1951.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

Το πεζογραφικό έργο του Γρ. Ξενόπουλου προβάλλει το κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής
του. Στα έργα του κυριαρχεί ο έρωτας και οι διαμάχες μεταξύ ευγενών και αστών. Ξεκίνησε με «μυθιστορήματα επαρχιακών ηθών» στα οποία οι ήρωες δρουν στην Ζάκυνθο και συνέχισε με τα «Αθηναϊκά μυθιστορήματα» μεταφέροντας τη δράση των πρωταγωνιστών στο αστικό περιβάλλον των Αθηνών.

Θεωρείται, από τους μελετητές του έργου του, ότι εισήγαγε την αστική πεζογραφία στην Ελλάδα. Τα θεατρικά έργα του κινούνται στο ίδιο μοτίβο και έχουν επιρροές από τον Ίψεν.
Μερικοί τίτλοι των έργων του Μαργαρίτα Στέφα, Κόκκινος βράχος, Λάουρα, Αναδυομένη, Τερέζα Βάρμα Δακόστα.  Σημαντικό, επίσης έργο, είναι η κοινωνική τριλογία: Πλούσιοι και φτωχοί, Τίμιοι και άτιμοι Τυχεροί και άτυχοι.

Θεατρικά έργα του είναι: Το μυστικό της κοντέσσας Βαλέραινας, Στέλλα Βιολάντη, ψυχοπατέρας, Φωτεινή Σάντρη, Ο πειρασμός, Το φιόρο του Λεβάντε, Οι φοιτηταί, Ο Ποπολάρος.

 

***
ΑΘΗΝΑΪΚΑΙ ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ: ΚΑΠΟΙΑ ΧΡΙΣΤΟΎΓΕΝΝΑ
Αθήνα, 26 Δεκεμβρίου 1925

Αγαπητοί μου,

Έναν καιρό στη ζωή μου, τα Χριστούγεννα τα γιόρταζα… την Πρωτοχρονιά. Πώς;
Ακολουθούσα κανένα δικό μου καλαντάρι, ή είχα προσηλυτισθεί σε καμιά αίρεση;… Τίποτ’ απ’ αυτά. Μόνο που τον καιρό εκείνο, νιόφερτος στην Αθήνα, φοιτητούδι, σχεδόν παιδί, δεν μπορούσα να καταλάβω Χριστούγεννα χωρίς… κουλούρα.

Στη Ζάκυθο, βλέπετε, όπου είχα μεγαλώσει, την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ, κόβουν με πομπή κάποια κουλούρα. Αντιστοιχεί με τη βασιλόπιτα που κόβουν εδώ την Πρωτοχρονιά -κομμάτι ονομαστικό για τον καθένα, φλουρί για τον τυχερό, και καθεξής, – αλλά δε μοιάζει και καθόλου. Άλλη πάστα, άλλη ζύμη, άλλη όψη, άλλη γεύση, άλλη μυρωδιά.

Φανταστείτε ένα ωραίο ψωμί σιμιγδαλένιο, πιασμένο με λάδι, βαμμένο κίτρινο με ζαφουράνα, σπαρμένο μέσα με σταφίδες άσπρες και μαύρες, με κουκουνάρια, πορτοκαλόφλουδες κι ένα σωρό μπαχαρικά, και με μια κρούστα όλο σουσάμι και πυκνά φυτεμένα καρύδια, κάποτε μάλιστα και πασπαλισμένη με ψιλή ζάχαρη χρωματιστή. Αυτή είναι η ζακυθινή κουλούρα. Πώς να καταλάβαινα Χριστούγεννα χωρίς το «κομμάτι μου» απ’ αυτήν; Και πού να ‘βρισκα τέτοιο πράμα εδώ, στο βραδινό τραπέζι της παραμονής;

– Χριστούγεννα αύριο, μου ‘λεγαν. Και του χρόνου!
– Πού είναι τα; Απαντούσα. Δεν τα βλέπω!…

Και δεν τα ‘βλεπα πραγματικώς. Ή, να πω καλύτερα, τα ‘βλεπα, αλλά με τη φαντασία μου, μακρινά, αμυδρά, νοσταλγικά, λυπημένα – τα ‘βλεπα εκεί κάτω, στην πατρίδα, στο πατρικό μου σπίτι, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι με την κουλούρα στη μέση, με τους δικούς μου ολόγυρα και -αλίμονο!- με τη θέση μου σε μιαν άκρη αδειανή… Ήταν γιορτή αυτή για μένα; Αν δεν έκλαψαν τα μάτια μου, έκλαψε όμως η ψυχή μου, – ψυχή παιδιού που για πρώτη φορά ξενιτεύεται…

Συνέβαινε όμως να βγάζουν εκεί και το δικό μου το κομμάτι, -ε, φυσικά, τι κι αν έλειπα; Δεν είχα κιόλα πεθάνει!- και, μαζί μ’ ένα χριστόψωμο κι ένα τενεκεδένιο κουτί μαντολάτο, να μου το στέλνουν εδώ με κανένα επιβάτη ή με το ταχυδρομείο. Αλλά αργούσε. Δεν είχε εφευρεθεί, βλέπετε, ούτε εφευρέθηκε ακόμα και κανένας τηλέγραφος για δέματα. (Αχ, κι αυτός ο Έδισσον! Τι κάνει;…) Και το δέμα έφτανε μόλις την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Έτσι, με το κομμάτι εκείνο της κουλούρας, που το λάβαινα και το ‘τρωγα με τόση χαρά, με τόση συγκίνηση, με τόση αγάπη, έκανα κι εγώ τα Χριστούγεννά μου πρωτοχρονιάτικα.

Αυτό βάσταξε κάμποσα χρόνια. Είναι αλήθεια ότι και στην Αθήνα, αργότερα, γνωρίστηκα με ζακυθινά σπίτια που έκοβαν την παραμονή ζακυθινή κουλούρα και με προσκαλούσαν και μένα στην τελετή. Αλλά δεν ήταν το ίδιο! Εγώ ήθελα το κομμάτι μου από την κουλούρα του σπιτιού μας. Και πάλι περίμενα σαν και τι το δέμα που θα ξεκινούσε από κει πέρα μετά την παραμονή, για να το λάβω… κατόπιν εορτής.

Αλλά ήρθαν και Χριστούγεννα ή μάλλον Πρωτοχρονιά, που δεν έλαβα τίποτα. Στην πατρίδα είχε πεθάνει ο καημένος μου ο πατέρας. Ούτε εκείνο το χρόνο έκοψαν στο σπίτι μας κουλούρα, ούτε τον άλλον… Το πένθος, η απουσία μου ακόμα, το μεγάλωμα και το σκόρπισμα των παιδιών της, έκαμε τη μητέρα μου ν’ αφήσει, να ξεσυνηθίσει αυτό το χριστουγεννιάτικο έθιμο του τόπου, αταίριαστο πια σ’ ένα σπίτι χωρίς νοικοκύρη και χωρίς μικρά παιδιά. Τότε μάλιστα, για πολλά χρόνια, συνέβαινε το αντίθετο: εγώ έστελνα της μητέρας μου το κομμάτι της από τη βασιλόπιτα που έκοβα εδώ, στο σπίτι μου, για τα παιδιά μου.

Και η μητέρα μου πάλι, θυμούμενη τα παιδικά της χρόνια στην Πόλη, όπου επίσης έκοβαν βασιλόπιτα, γιόρταζε στη Ζάκυθο μια πολίτικη Πρωτοχρονιά… τα Θεοφάνεια. Κάποιο χρόνο όμως, μεγάλος εγώ πια, πήγα στη Ζάκυθο να κάμω Χριστούγεννα με τη γριά μητέρα μου.

– Α, της λέω, δεν έχει, θα κόψουμε και κουλούρα!
– Ναι, παιδί μου, μου λέει, αφού είσαι και συ εδώ, ας κόψουμε.

Πραγματικώς, παράγγειλα έξω μια ωραία κουλούρα, και την κόψαμε το βράδυ της παραμονής, όπως άλλοτε. Αλλά θα το πιστέψετε; Δε μ’ ενθουσίασε καθόλου! «Πού το τσουρέκι μας; Έλεγα. Αυτό δεν είναι παρά ψωμί!» Ναι, αυτό το ψωμί με το λάδι και με τη σταφίδα, που άλλη φορά με τρέλαινε, που το προτιμούσα από καθετί και που δεν έκανα Χριστούγεννα αν δεν το ‘χα, δε μου άρεσε πια. Το είχα ξεσυνηθίσει. Προτιμούσα το τσουρέκι. Κι ούτε όψη τού έβρισκα πια, ούτε γεύση, ούτε μυρωδιά εξαιρετική. Ένα κοινό πράμα, χοντρό, βαρύ, που απορούσα μάλιστα πώς μ’ ενθουσίαζε τόσο άλλη φορά… Μη δεν ήταν το ίδιο;

Όχι, το ίδιο ήταν απαράλλαχτο. Εγώ μόνο είχα αλλάξει, εγώ δεν ήμουν πια ο ίδιος… Τόσα χρόνια στην Αθήνα, είχα ξεσυνηθίσει τα πράματα της πατρίδας μου και είχα συνηθίσει τ’ αθηναίικα. Όλα στον κόσμο μια συνήθεια είναι. Κι ακόμα, κάθε πράμα ταιριάζει στον τόπο του. Μόνο η νοσταλγία των πρώτων χρόνων της ξενιτιάς μ’ έκανε να βρίσκω τόσο ωραία και στην Αθήνα τη ζακυθινή κουλούρα και να την προτιμώ απ’ το καλύτερο τσουρέκι. Αλλά όταν, με τον καιρό, λιγόστεψε κι έσβησε η νοσταλγία, χάθηκαν μαζί κι όλες οι παλιές, οι νοσταλγικές μου προτιμήσεις. Είχα εγκλιματιστεί πια Αθηναίος. Κι ένας Αθηναίος δεν μπορεί βέβαια να προτιμάει τη ζακυθινή κουλούρα από το τσουρέκι του. Για να την προτιμάει κανείς, πρέπει να ‘ναι Ζακυθινός, και να μένει στη Ζάκυθο.

Έτσι εξήγησα τότε το παράξενο. Και θυμήθηκα και το μέλανα ζωμό των Σπαρτιατών. Οι Σπαρτιάτες τον αποζητούσαν και τον εκθείαζαν παντού σαν το καλύτερο φαΐ του κόσμου. Έτσι, ο μέλας ζωμός έβγαλε μια φήμη μεγάλη. Όσοι δεν τον είχαν δοκιμάσει, τον νόμιζαν εφάμιλλο με την αμβροσία, την αιθέρια αυτή τροφή των Ολύμπιων Θεών. Δε θυμούμαι τώρα ποιος επίσημος, βασιλιάς ή στρατηγός -ο Διονύσιος των Συρακουσών άραγε;- όταν πέτυχε μια φορά κάτι Σπαρτιάτες μαγείρους, τους έβαλε να του φτιάσουν μέλανα ζωμό. Του τον έφτιασαν όσο καλύτερα ήξεραν, κι εκενος τον δοκίμασε μ’ ένα μεγάλο μορφασμό.

– Απορώ, τους είπε, πώς σας αρέσει αυτή η αηδία!
– Θα σου άρεσε και σένα, του αποκρίθηκαν οι Σπαρτιάτες, αν έκανες ταχτικά το λουτρό σου στον Ευρώτα!

Λέτε τώρα, όταν ξενιτευόταν κανένας νεαρός Σπαρτιάτης, να του έστελνε η μητέρα του, καμιά γιορτή σαν τα Χριστούγεννα λιγάκι μέλανα ζωμό;… Δεν το πιστεύω. Οι Λάκαινες δε συνήθιζαν να παραχαϊδεύουν έτσι τα λεοντόπουλά τους. Πιο πιθανό μου φαίνεται να το ‘κανε μια μητέρα Αθηναία ή Ζακυθινή. Γι’ αυτό κι ένας δικός μας ποιητής, ο Ανδρέας Μαρτζώκης, σε κάποιο σατιρικό ποίημά του, «Ζακυθινός Μνηστήρας», παρασταίνει ένα Ζακυθινό αρχοντόπουλο στην Ιθάκη -στην ομηρική Ιθάκη, επί Οδυσσέως- που για να συγκινήσει την Πηνελόπη, της προσφέρει… τ’ ωραίο χριστόψωμο που του είχε στείλει τα Χριστούγεννα η μητέρα του!

Σας ασπάζομαι
Φαίδων»

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δημαράς, Κ. Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Γνώση, Αθήνα 2000
Κορδάτος, Γιάννης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Τόμος Α’ , Επικαιρότητα, Αθήνα
1983
Πάτσιου, Βίκυ, Η Διάπλασις των Παίδων(1879-1923), ΙΑΕΝ, Αθήνα 1987
Περιοδικό, Διάπλασις των Παίδων , έτος 48 ον , Αριθ. 4, 26 Δεκεμβρίου 1925

Σημείωση: Οι φωτογραφίες των προσώπων περιλαμβάνονται στο βιβλίο της Βίκυς Πάτσιου.

 

Σχετικά Άρθρα

ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ: Περικλής Γιαννόπουλος: Κλεοπάτρα

otavoice

Η Γκούραινα: Ιστορικό μυθιστόρημα της Ευγενίας Ζωγράφου

otavoice

“Μάρτιαι Ειδοί” του Κ. Π. Καβάφη. Μια αναλυτική προσέγγιση

otavoice

Οι Άθλιοι: Γιάννης Αγιάννης και Επίσκοπος Μυριήλ – Η σχέση των Αγιάννη και Ιαβέρη με τον Ευγένιο Φρανσουά Βιντόκ

otavoice

Οι Άθλιοι: Ο μικρός Γαβριάς και ο πίνακας του Ντελακρουά

otavoice

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης: Θανάσης Βάγιας (Ο Βρικόλακας)

otavoice